- διαδικαζόμενοι
- διαδικάζωgive judgementpres part mp masc nom/voc plδιαδικάζωgive judgementpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отѧгатисѧ — ОТѦ|ГАТИСѦ (1*), ЖОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. Спорить, ссориться: в пощени˫а мѣсто не вздержащесѧ. и в пѣни˫а мѣсто отѧжющесѧ. в послушани˫а мѣсто горди суще. (διαδικαζόμενοι) ФСт XIV/XV, 29г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek